- ὑπογραφέα
- ὑπογραφέᾱ , ὑπογραφεύςone who writes under another's ordersmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπογραφέας — ὑπογραφέᾱς , ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεώγραφο — και χρεόγραφο, το, Ν (νομ. οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή … Dictionary of Greek